βδελυρά

βδελυρά
επίρρ. отвратительно, мерзко

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βδελυρά" в других словарях:

  • βδελυρά — βδελυρός disgusting neut nom/voc/acc pl βδελυρά̱ , βδελυρός disgusting fem nom/voc/acc dual βδελυρά̱ , βδελυρός disgusting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρᾷ — βδελυρός disgusting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυράν — βδελυρά̱ν , βδελυρός disgusting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυράς — βδελυρά̱ς , βδελυρός disgusting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυρεύομαι — (Α) [βδελυρός] συμπεριφέρομαι βδελυρά, κατά τρόπο που προκαλεί αηδία …   Dictionary of Greek

  • μυσαρόγλωσσος — μυσαρόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει βδελυρή γλώσσα, αυτός που τα λεγόμενα ή τα γραφόμενά του είναι βδελυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυσαρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πικρό γλωσσος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»